κατακούμβαι

κατακούμβαι
κατακοῡμβαι, αἱ (Α)
βλ. κατακόμβη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατακόμβη — η (AM στον πληθ. κατακοῡμβαι) υπόγειο νεκροταφείο με στοές τών πρώτων χριστιανών νεοελλ. υπόγειο ανήλιο και υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. catacomba < μέσ. λατ. catacumbae < δημ. λατ. cata tumbas «κοντά στους τάφους» < ελλ. πρόθ. κατά +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”